- ἀκολάστημα
- ἀκολᾰσ-τημα, ατος, τό,A act of ἀκολασία, Plu.Crass.32, M.Ant. 11.20, Muson.Fr.4p.14H.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ακολάστημα — ἀκολάστημα, το (Α) [ἀκολασταίνω] πράξη ακολασίας … Dictionary of Greek
ἀκολαστημάτων — ἀκολάστημα act of neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκολαστήματα — ἀκολάστημα act of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακολασταίνω — ἀκολασταίνω (Α) είμαι ακόλαστος, ρέπω σε ακολασίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκόλαστος. ΠΑΡ. αρχ. ἀκολάστημα] … Dictionary of Greek
ԱՆՏԱՆՋՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0243 Chronological Sequence: 6c գ. ἁκολασία, ἁκολάστημα intemperantia, incontinentia Հելլենաբանութեամբ՝ Չտանջելն զանձն. անարգելութիւն. անառակութիւն. անխառնութիւն. *Փոխեսցին միտք մեր յանխառնութենէ եւ յանտանջութենէ ʼի համբերութիւն եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)